-
1 σπαργάω
A to be full to bursting, swell, be ripe,μαστὸς σπαργῶν E.Ba. 701
, cf. Cyc.55 (lyr.); of nursing mothers, swell with milk, Pl.R. 460c (metaph., Id.Smp. 206d); σ. τοὺς μαστοὺς ὑπὸ γάλακτος or γάλακτι, D.H.1.79, Plu.2.320d.3 of plants, Poll. 1.230.II metaph., swell with desire or passion, Pl.Phdr. 256a;πρὸς δόξαν Plu.2.1100a
, cf. 585c;ἐπὶ τὴν βασιλείαν Id.Art.3
: abs., wax wanton, be insolent,σπαργῶσαν.. τὴν ἀρχὴν ὁρῶν Pl.Lg. 692a
;ὀλιγαρχία-ῶσα Plu.Lyc.7
;- ῶντι τῷ δήμῳ Id.Comp.Per.Fab.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαργάω
См. также в других словарях:
σπαργώ — (I) σπαργῶ, άω, ΝΑ (για στήθος γυναίκας) είμαι γεμάτος γάλα (α. «στ ωραίο της στήθος, που σπαργά», Βιζυην. β. «ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι», Ευρ.) νεοελλ. είμαι όλο σφρίγος, γεμάτος ζωή αρχ. 1. ιατρ. (σχετικά με σωματικά υγρά) είμαι… … Dictionary of Greek